Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αἶσχος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
αἶσχος, -εος, τό, I. ντροπή, αισχύνη, ατιμία, σε Όμηρ. κ.λπ.· στον πληθ., αισχρά έργα, άτιμες πράξεις, σε Ομήρ. Οδ. II. ασχήμια ή δυσμορφία, είτε του πνεύματος είτε του σώματος, σε Πλάτ., Ξεν.