Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αἵρεσις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
αἵρεσις, -εως, (αἱρέω), I. 1. άλωση, κατάληψη, ιδίως μιας πόλης, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἡ βασιλῆος αἵρεσις, η κατάληψη από το βασιλιά, στον ίδ. 2. σχέδιο κατάληψης μιας περιοχής, ενός τόπου, σε Θουκ. II. 1. (αἱρέομαι), εκλογή, διαλογή, προτίμηση· νέμειν, προτιθέναι, προβάλλειν· δίνω ή προσφέρω το δικαίωμα εκλογής, σε Ηρόδ., Αττ.· αἵρεσις γίγνεταί τινι, επιτρέπεται σε κάποιον να εκλέξει, σε Θουκ.· αἵρεσιν λαμβάνειν, το να έχει κάποιος το δικαίωμα της εκλογής, σε Δημ. 2. επιλογή ή εκλογή των αρχόντων, σε Θουκ. κ.λπ. 3. εκλογή, προμελετημένο σχέδιο, σκοπός, σε Πλάτ. κ.λπ. 4. φιλοσοφική αρχή, αίρεση, σχολή κ.λπ.· ιδίως θρησκευτική αίρεση, όπως οι Σαδδουκαίοι και οι Φαρισαίοι, σε Κ.Δ. 5. η θρησκευτική αίρεση ως διδασκαλία και έτερος τρόπος αντίληψης και διδαχής, σε Εκκλ.