LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "αἴσιμος"
- αἴσιμος, -ον και -η, -ον (αἶσα),Λατ. fatalis, I. καθορισμένος από την βούληση των θεών, προορισμένος· αἴσιμον ἦμαρ, η μοιραία, η αναπόφευκτη ημέρα, η μέρα του θανάτου, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· αἴσιμόν ἐστι, είναι πεπρωμένο, προκαθορισμένο, στο ίδ. II. αυτός που συμφωνεί με ό,τι όρισε η μοίρα, δίκαιος, αρμόζων, κατάλληλος, ορθός· αἴσιμα εἰπεῖν, αἴσιμα εἰδώς, σε Ομήρ. Οδ.