Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αἴσθησις"

Βρέθηκε 1 λήμμα
αἴσθησις, -εως, (αἰσθάνομαι), I. αντίληψη μέσω των αισθήσεων ιδίως μέσω της αφής· αἴσθησις πημάτων, αντίληψη, συναίσθηση των συμφορών, σε Ευρ.· η φράση αἴσθησιν ἔχειν χρησιμοποιείται: 1. για πρόσωπα, αἴσθησιν ἔχειν τινός = αἰσθάνεσθαί τινος ή τι, αντιλαμβάνομαι, εννοώ, συναισθάνομαι κάτι, το καταλαβαίνω, σε Πλάτ. 2. για πράγματα, παρέχω αίσθηση, δηλ. γίνομαι αντιληπτός· χρησιμεύει ως Παθ. του αἰσθάνομαι, σε Θουκ.· συχνότερα απαντά το αἴσθησιν παρέχειν, στον ίδ., σε Ξεν. II. μία από τις αισθήσεις, σε Πλάτ.· και στον πληθ., οι αισθήσεις, στον ίδ. III. 1. αντίληψη, εντύπωση· αἰσθήσεις θεῶν, οράματα θεών, στον ίδ. 2. σχετικά με το κυνήγι, οσμή, μυρωδιά, σε Ξεν.