Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αἴξ"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
αἴξ, αἰγός, , , δοτ. πληθ. αἴγεσιν· I. 1. γίδα, κατσίκα, Λατ. caper, capra, σε Όμηρ. 2. αἲξ ἄγριος, αγριοκάτσικο, αίγαγρος, ο Λατ. ibex, στον ίδ. II. αἶγες, παλαιός τύπος που σημαίνει τα μεγάλα, υψηλά κύματα (πιθ. όχι από το ἀΐσσω, γιατί √ΑΙΚ αυτού του ρήματος).
ἀΐξασκε, Ιων. και Επικ. αόρ. του ἀΐσσω.
ἀΐξω, μέλ. του ἀΐσσω.