LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "αἴξ"
- αἴξ, αἰγός, ὁ, ἡ, δοτ. πληθ. αἴγεσιν· I. 1. γίδα, κατσίκα, Λατ. caper, capra, σε Όμηρ. 2. αἲξ ἄγριος, αγριοκάτσικο, αίγαγρος, ο Λατ. ibex, στον ίδ. II. αἶγες, παλαιός τύπος που σημαίνει τα μεγάλα, υψηλά κύματα (πιθ. όχι από το ἀΐσσω, γιατί √ΑΙΚ αυτού του ρήματος).
- ἀΐξασκε, Ιων. και Επικ. αόρ. του ἀΐσσω.
- ἀΐξω, μέλ. του ἀΐσσω.