LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "αἴνιγμα"
- αἴνιγμα, -ατος, τό (αἰνίσσομαι), ασαφής λόγος, αίνιγμα, γρίφος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἐξ αἰνιγμάτων, αινιγματικά, στον ίδ.· δι' αἰνιγμάτων, σε Αισχίν.· αἴνιγμα προβάλλειν, ξυντιθέναι, θέτω αίνιγμα, γρίφο, σε Πλάτ.· αντίθ. προς τα αἴνιγμα λύειν, εὑρίσκειν, λύνω αίνιγμα, σε Σοφ. κ.λπ.
- αἰνιγματ-ώδης, -ες (εἶδος), ασαφής, σκοτεινός, σε Αισχύλ.