Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αἴθριος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
αἴθριος, -ον (αἴθρη), καθαρός, λαμπρός, ανέφελος, ξάστερος, λέγεται για τον καιρό, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ.· επίθ. του Διός, σε Θεόκρ.