Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αἴγλη"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
αἴγλη, , 1. φως ήλιου, ακτινοβολία, λάμψη, λαμπρότητα, σε Ομήρ. Οδ.· έπειτα απλώς το φως της ημέρας· λευκὴ αἴγλη, στο ίδ.· εἰς αἴγλαν μολεῖν, ήλθε στο φως, δηλ. γεννήθηκε, σε Πίνδ. 2. κάθε είδους εκτυφλωτικό, αστραφτερό φως, λάμψη, γυαλάδα, στιλπνότητα, ακτινοβολία· αἴγλη χαλκοῦ, η λάμψη του στιλπνού χαλκού, σε Ομήρ. Ιλ.
αἰγλήεις, -εσσα, -εν, εκτυφλωτικός, αστραφτερός, ακτινοβόλος, στιλπνός, γυαλιστερός, σε Όμηρ.