Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αἱρέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
αἱρέω, παρατ. ᾕρεον, Ιων. αἵρεον, μέλ. αἱρήσω, παρακ. ᾕρηκα, Ιων. ἀραίρηκα ή αἵρηκα· υπερσ. ἀραιρήκεεΜέσ., μέλ. αἱρήσομαι, παρακ. με Μέσ. σημασία ᾕρημαι· γʹ πληθ. υπερσ. ᾕρηντοΠαθ., μέλ. αἱρεθήσομαι, σπάνια ᾑρήσομαι, αόρ. αʹ ᾑρέθην, παρακ. ᾕρημαι· γʹ ενικ. υπερσ. ᾕρητο, Ιων. ἀραίρητο. Από τη √ΕΛ προέρχονται οι χρόνοι: μέλ. ἑλῶ, αόρ. αʹ εἷλα, μόνο σε μεταγεν. συγγραφείς· αόρ. βʹ εἷλον, Ιων. ἕλεσκονΜέσ., μέλ. ἑλοῦμαι, αόρ. βʹ εἱλόμην·
Α. Ενεργ., I. 1. παίρνω με το χέρι, αρπάζω, πιάνω· αἱρεῖν τι ἐν χερσίν, μετὰ χερσίν, παίρνω κάτι στο χέρι μου, σε Ομήρ. Οδ.· αἱρεῖν χερσὶ δόρυ, σε Ομήρ. Ιλ.· αἱρεῖν τινα χειρός, παίρνω κάποιον από το χέρι, στο ίδ.· η μτχ. ἑλῶν χρησιμοποιείται κάποιες φορές ως επίρρ., δια της βίας, σε Σοφ. 2. αφαιρώ, αποσπώ, σε Όμηρ. II. 1. κυριεύω με τη βία, καταλαμβάνω πόλη, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· υπερισχύω, σκοτώνω, σε Όμηρ. κ.λπ.· συχνά λέγεται για πάθη κ.λπ., καταλαμβάνω, κυριεύω, επιπίπτω, στον ίδ. κ.λπ.· νικώ (σ' έναν αγώνα), σε Ομήρ. Ιλ. 2. πιάνω, συλλαμβάνω, όπως στο κυνήγι· με θετική σημασία, κατακτώ κάποιον, αποκτώ την συμπάθειά του, σε Ξεν. κ.λπ.· με μτχ., πιάνω, συλλαμβάνω ή ανακαλύπτω κάποιον να κάνει κάτι, σε Σοφ. 3. κερδίζω, αποκτώ· κῦδος, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται ιδίως για τους δημόσιους αγώνες, σε Σιμων. κ.λπ. 4. ως Αττ. δικανικός όρος, αποδεικνύω κάποιον ένοχο για κάτι· τινά τινος, σε Αριστοφ. κ.λπ.· επίσης με μτχ., αἱρεῖν τινα κλέπτοντα, αποδεικνύω κάποιον ένοχο κλοπής, στον ίδ.· ᾑρῆσθαι κλοπεύς (ενν. ὤν), σε Σοφ.· τοῦτ' ἔστιν ὃ ἐμὲ αἱρήσει, σε Πλάτ. 5. ὁ λόγος αἱρέει, Λατ. ratio evincit, ο λόγος αποδεικνύει, σε Ηρόδ.Β. Μέσ., I. παίρνω για τον εαυτό μου, σε Όμηρ. κ.λπ.· αἱρεῖν δόρπον, δεῖπνον, παίρνω το δείπνο μου, δειπνώ, στον ίδ.· ομοίως και στις περισσότερες σημασίες της Ενεργ., II. 1. επιλέγω, εκλέγω, στον ίδ.· λαμβάνω κατά προτίμηση, προτιμώ κάτι σε σχέση με κάτι άλλο, τι πρό τινος, σε Ηρόδ.· τι ἀντί τινος, σε Ξεν.· επίσης, τί τινος, σε Σοφ.· τι μᾶλλον ἤ... ή μᾶλλόν τινος, σε Αττ.· με απαρ., προτιμώ να κάνω κάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. αἱρεῖσθαι τά τινος ή αἱρεῖσθαί τινα, παίρνω το μέρος κάποιου άλλου, προσχωρώ στην ομάδα του, στην παράταξή του, στον ίδ. κ.λπ. 3. εκλέγω δια ψήφου, εκλέγω με ψηφοφορία κάποιον σ' ένα αξίωμα, σε Πλάτ. κ.λπ. Γ. Παθ., I. κυριεύομαι, σε Ηρόδ.· αλλά με τη σημασία αυτή το ἁλίσκομαι χρησιμοποιείται στους Αττ. ως Παθ. II. ως Παθ. της σημασίας της Μέσ., επιλέγομαι, εκλέγομαι· στον παρακ. ᾕρημαι (ο οποίος είναι επίσης και Μέσ.), σε Ηρόδ., Αττ.