Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αἱμύλος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
αἱμύλος[ῠ], , -ον και -ος, -ον, κολακευτικός, αυτός που καλοπιάνει, πανούργος, δολερός, σε Ησίοδ., Αισχύλ.· τὸν αἱμυλώτατον, σε Σοφ. (άγν. προέλ.).