Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αἱμορραγής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
αἱμορ-ρᾰγής, -ές (ῥήγνυμι), αυτός που χάνει αίμα, που αιμορραγεί έντονα, σε Σοφ.