Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αἰώνιος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
αἰώνιος, -ον και , -ον, αυτός που διαρκεί έναν αιώνα (βλ. αἰών 3), σε Πλάτ.· αυτός που διαρκεί για πάντα, αέναος, ατελεύτητος, παντοτινός, στον ίδ.