Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αἰών"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
ἀϊών[ᾱ], Δωρ. αντί ἠϊών.
αἰών, -ῶνος, , ποιητ. · αποκομ. τύπος αιτ. αἰῶ (κυρίως αἰϜών, Λατ. aevum, βλ. αἰεί), χρονική περίοδος ύπαρξης, 1. ο χρόνος ζωής κάποιου, η ζωή του, σε Όμηρ., Αττ. ποιητές. 2. αιώνας, ηλικιακή κλάση, γενιά, σε Αισχύλ.· ὁ μέλλων αἰών, οι μεταγενέστεροι, οι απόγονοι, σε Δημ. 3. μακρά περίοδος χρόνου, αιώνας· ἀπ' αἰῶνος, από παλιά, επί αιώνες, σε Ησίοδ., Κ.Δ.· τὸνδι' αἰῶνος χρόνον, για πάντα, αιωνίως, σε Αισχύλ.· ἅπαντα τὸν αἰῶνα, σε Λυκούργ. 4. καθορισμένη περίοδος χρόνου, εποχή, περίοδος (που έχει προσδιορίσει η θεϊκή πρόνοια)· ὁ αἰὼν οὗτος, ο παρών κόσμος, αντίθ. προς το ὁ μέλλων, σε Κ.Δ.· απ' όπου και η χρήση του στον πληθ., εἰςτοὺς αἰῶνας, για πάντα, στο ίδ.
αἰώνιος, -ον και , -ον, αυτός που διαρκεί έναν αιώνα (βλ. αἰών 3), σε Πλάτ.· αυτός που διαρκεί για πάντα, αέναος, ατελεύτητος, παντοτινός, στον ίδ.