Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αἰτιάομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
αἰτιάομαι, Επικ. γʹ πληθ. αἰτιόωνται, ευκτ. βʹ και γʹ ενικ. αἰτιόῳο, -ῳτο, απαρ. αἰτιάασθαι· Επικ. βʹ και γ πληθ. παρατ. ᾐτιάασθε, -όωντο· μέλ. -άσομαι, αόρ. αʹ ᾐτιᾱσάμην, Ιων. μτχ. αορ. αἰτιησάμενος· παρακ. ᾐτίᾱμαι (αἰτία), I. 1. μέμφομαι, κατηγορώ, επικρίνω, κατακρίνω, ψέγω, με αιτ. προσ.· τάχα κεν καὶ ἀναίτιον ἀιτιόῳτο, σε Ομήρ. Ιλ.· αἰτιάομαί τινά τινος, κατηγορώ κάποιον για κάτι, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με απαρ., αἰτιάομαί τινα ποιεῖν τι, κατηγορώ κάποιον ότι κάνει κάτι, στον ίδ.· μ' αυτή την έννοια, ορισμένοι χρόνοι χρησιμ. με Παθ. σημασία, κατηγορούμαι, όπως ο αόρ. αʹ ᾐτιάθην, σε Θουκ., Ξεν.· και ο παρακ. ᾐτίαμαι, σε Θουκ. 2. με αιτ. πράγμ., αποδίδω σε κάποιον την ενοχή για κάτι, προσάπτω σε κάποιον κάτι, καταλογίζω· τοῦτο αἰτιῶμαι, σε Ξεν.· ταῦτα, σε Δημ.· με διπλή αιτ., αἰτιῶμαί τι ταῦτα τοὺς Λάκωνας αἰτιώμεθα; σε Αριστοφ. II. αποφαίνομαι ως προς την ενοχή ή την υπαιτιότητα κάποιου· αἰτιῶμαί τινα αἴτιον, σε Πλάτ.· φωνάς τε καὶ ἄλλα μυρία αἰτιῶμαι, στον ίδ.· τῆς ἱερᾶς χώρας ᾐτιᾶτο εἶναι, διατεινόταν ότι ήταν μέρος της ιερής περιοχής ή χώρας, σε Δημ.