Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αἰσχύνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
αἰσχύνω[ῡ], Ιων. παρατ. αἰσχύνεσκε· μέλ. -ῠνῶ, Ιων. -υνέω· αόρ. αʹ ᾔσχῡνα
Α.
Παθ. με Μέσ. μέλ. αἰσχῠνοῦμαι, αόρ. αʹ ᾐσχύνθην, απαρ. αἰσχυνθῆναι, ποιητ. -ῆμεν· παρακ. ᾔσχυμμαι· I. 1. ασχημίζω, παραμορφώνω, καθιστώ κάτι δύσμορφο, βλάπτω· πρόσωπον, κόμην, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με ηθική σημασία, ατιμάζω, αμαυρώνω, κηλιδώνω, καταντροπιάζω· γένος πατέρων, στο ίδ. κ.λπ. 3. ατιμάζω γυναίκα, σε Αισχύλ. κ.λπ. Β. Παθ., I. ατιμάζομαι· νέκυς ᾐσχυμμένος, λέγεται για τον Πάτροκλο, σε Ομήρ. Ιλ. II. απόλ., ντρέπομαι, νιώθω ντροπή, σε Ομήρ. Οδ., σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. με αιτ. πράγμ., ντρέπομαι για κάτι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· επίσης με δοτ. πράγμ., σε Αριστοφ. κ.λπ.· και με προθέσεις, αἰσχύνομαι ἐπί τινι, σε Ξεν.· ἔν τινι, σε Θουκ.· ὑπέρ τινος, σε Δημ.· με μτχ., ντρέπομαι επειδή κάνω κάτι (και παρ' όλα αυτά το κάνω), σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· αλλά με απαρ., ντρέπομαι να κάνω κάτι (και επομένως δεν το κάνω), σε Ηρόδ. κ.λπ. 3. με αιτ. προσ., αισθάνομαι ντροπή μπροστά σε κάποιον, σε Ευρ. κ.λπ.