Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αἰσχρός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
αἰσχρός, , -όν και -ός, -όν (αἶσχος), I. αυτός που προξενεί ντροπή, προσβλητικός, επαίσχυντος· ἔπεα, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως και ως επίρρ., αἰσχρῶς ἐνένισπε, στο ίδ. II. αντίθ. προς το καλός, 1. λέγεται για εξωτερική εμφάνιση ή όψη, άσχημος, δύσμορφος, λέγεται για τον Θερσίτη, στο ίδ. 2. με ηθική έννοια, απρεπής, πρόστυχος, άτιμος, χυδαίος, κακοήθης, αχρείος, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αἰσχρόν (ἐστι) με απαρ., σε Ομήρ. Ιλ.· τὸ αἰσχρόν ως ουσ., ατιμία, αισχρότητα, όνειδος, σε Σοφ. κ.λπ.· τὸ καλὸν καὶ τὸ αἰσχρόν, Λατ. honestum et turpe, αρετή και κακία, σε Αριστ.· επίρρ., επονείδιστα, επαίσχυντα, άτιμα· υπερθ. αἴσχιστα, σε Τραγ. 3. αδέξιος, ανίκανος, αυτός που δεν διαθέτει επιτηδειότητα σε κάτι, σε Ξεν. III. αντί των ομαλών τύπων συγκρ. και υπερθ. αἰσχρότερος, -ότατος, οι τύποι αἰσχίων [ῑ], αἴσχιστος (που σχηματίζονται από το αἶσχος), χρησιμοποιούνται σε Όμηρ., Ηρόδ. και Αττ.