LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "αἰσυμνάω"
- αἰσυμνάω, Δωρ. αἰσιμνάω, κυβερνώ, διοικώ, ηγεμονεύω, με γεν., σε Ευρ. (αμφίβ. προέλ.).