Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αἰσθάνομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
αἰσθάνομαι, Ιων. γʹ πληθ. ευκτ. αἰσθανοίατο· παρατ. ᾐσθανόμην, μέλ. αἰσθήσομαι, αόρ. βʹ ᾐσθόμην· αποθ. (ἀΐω1. αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, προσλαμβάνω ή κατανοώ μέσω των αισθήσεών μου, βλέπω, ακούω, νιώθω, σε Ηρόδ., Αττ. 2. αντιλαμβάνομαι με τον νου μου, καταλαβαίνω, εννοώ, ακούω, μαθαίνω, συχνά στους Αττ.· απόλ., αἰσθάνει, Λατ. tenes, έχεις δίκιο, σε Ευρ.· συντάσσεται με γεν., αντιλαμβάνομαι, λαμβάνω γνώση για κάτι· τῶν κακῶν, στον ίδ. κ.λπ.· επίσης με αιτ., σε Σοφ. κ.λπ.· οι εξαρτημένες προτάσεις που βρίσκονται συνήθως με τη μορφή μετοχής που συμφωνεί με το υποκείμενο· αἰσθάνομαι κάμνων, σε Θουκ.· ή με το αντικείμενο· τυράννους ἐκπεσόντας ᾐσθόμην, σε Αισχύλ.