LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "αἰθήρ"
- αἰθήρ, -έρος, στον Όμηρ. πάντοτε με άρθρο ἡ, αντιθέτως σε Ησίοδ., Αισχύλ., Αττ. πεζογράφους με άρθρο ὁ· σε Σοφ. και σε Ευρ. ὁ ή ἡ· (αἴθω)· I. αιθέρας, το ανώτατο και καθαρότατο στρώμα του αέρα· απ' όπου· ο ουρανός, ως κατοικητήριο των θεών, περιοχή πάνω από τον ἀέρα (βλ. αυτ.)· Ζεὺς αἰθέρι ναίων, σε Ομήρ. Ιλ. II. κλίμα, περιοχή, χώρα, τόπος, σε Ευρ.