LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "αἰδοῖος"
- αἰδοῖος, -α, -ον (αἰδέομαι), I. λέγεται για πρόσωπα, αυτός που περιβάλλεται με σεβασμό, αξιοσέβαστος, σεβάσμιος· λέγεται και για γυναίκες, αυτές που αξίζουν σεβασμό, τρυφερότητα, στοργή, σε Όμηρ. II. Ενεργ., ντροπαλός, ταπεινός, ευλαβής, σε Ομήρ. Οδ.· επίρρ. -ως, με σεβασμό, στο ίδ. III. συγκρ. αἰδοιότερος, σε Ομήρ. Οδ.· υπερθ. αἰδοιέστατος, σε Πίνδ.

