LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "αἰδήμων"
- αἰδήμων, -ον, γεν. -ονος (αἰδέομαι), ντροπαλός, κόσμιος, σε Ξεν.· υπερθ. αἰδημονέστατος, στον ίδ.· επίρρ. -μόνως, στον ίδ.