Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αἰδέομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
αἰδέομαι, ποιητ. επίσης αἴδομαι, μτχ. αἰδόμενος, προστ. αἴδεο· παρατ., Επικ. γʹ ενικ. αἴδετο, πληθ. αἰδέοντο, Αττ. ᾐδοῦντο· μέλ. αἰδέσομαι, Επικ. αἰδέσσομαι· Μέσ. αορ. αʹ ᾐδεσάμην, Επικ. προστ. αἴδεσσαι· Παθ. αορ. αʹ ᾐδέσθην, Επικ. γʹ πληθ. αἴδεσθεν· παρακ. ᾔδεσμαι· I. 1. Αποθ., ντρέπομαι, αισχύνομαι να πράξω κάτι· με απαρ., σε Όμηρ. κ.λπ.· σπανίως με μτχ., αἴδεσαι μὲν πατέρα προλείπων, να ντρέπεσαι γιατί τον εγκαταλείπεις, σε Σοφ.· απόλ., αἰδεσθείς, από αίσθημα ντροπής, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με αιτ. προσ., σέβομαι, στέκομαι με σεβασμό, φοβάμαι, υπολήπτομαι· αἰδεῖο θεούς, στο ίδ., σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται και για πράγματα, αἴδεσσαι μέλαθρον, δείξε σεβασμό στην οικία, σε Ομήρ. Ιλ.· ὅρκον αἰδεσθείς, σε Σοφ. II. σέβομαι τη δυστυχία του άλλου, φροντίζω, νοιάζομαι για κάποιον, δείχνω ενδιαφέρον και συμπάθεια για κάποιον, μηδέ τί μ' αἰδόμενος μηδ' ἐλαίρων, σε Ομήρ. Οδ.