LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "αἰγόκερως"
- αἰγό-κερως, γεν. -κερω, δοτ. -κερῳ, αιτ. -κερων (αἴξ, κέρας)· I. αυτός που έχει κέρατα τράγου, σε Ανθ., Πλούτ. II. ως ουσ., ο Αιγόκερως στον Ζωδιακό κύκλο, σε Λουκ.