Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αἰγίς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
αἰγίς, -ίδος, (αἴξI. 1. αιγίδα ή ασπίδα του Δία, όπως περιγράφεται στην Ομήρ. Ιλ. Ε. 738 κ. ε. Η αιγίδα σε αγάλματα της Αθηνάς παρουσιάζεται ως κοντό κάλυμμα από κατσικίσιο δέρμα, καλυμμένο με λέπια, με το κεφάλι Γοργόνας και με κρόσσια που σχηματίζονται από φίδια, βλ. Ηρόδ., Δ. 189. 2. παλτό από κατσικίσιο δέρμα, σε Ευρ. II. (αἲξ II), ορμητική θύελλα, φοβερή καταιγίδα, σίφουνας, τυφώνας, σε Αισχύλ.