Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αόριστος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀ-όριστος (ὁρίζωI. αυτός που δεν έχει όρια, σύνορα, σε Θουκ. II. αυτός που δεν έχει καθοριστεί, απροσδιόριστος, συγκεχυμένος, σε Δημ. κ.λπ.