Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αφίημι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀφ-ίημι και (όπως από ἀφ-ιέω), γʹ ενικ. ἀφίει, Ιων. ἀπίει, προστ. ἀφίει, παρατ. ἀφίην, διπλή αύξηση ἠφίην, γʹ ενικ. ἀφίει· Ιων. ἀπίει, επίσης ἠφίει, ἤφιε, γʹ πληθ. ἀφίεσαν, ἠφίεσαν, ἠφίουν· μέλ. ἀφήσω, Ιων. ἀπ-, Επικ. ἀφέηκα, μόνο σε οριστ.· αόρ. βʹ ἀφῆν, οριστ. μόνο σε δυϊκ. και πληθ. ἀφέτην, ἀφεῖμεν, ἀφεῖτε, ἀφεῖσαν ή ἄφετε, ἄφεσαν· προστ. ἄφες, υποτ. ἀφῶ, ευκτ. ἀφείην, απαρ. ἀφεῖναι, μτχ. ἀφείςΜέσ. παρατ. ἀφιέμην, γʹ ενικ. ἠφίετο· μέλ. ἀφήσομαι, αόρ. βʹ ἀφείμην, προστ. απαρ. ἀφοῦ, ἄφεσθε, -έσθαι, μτχ. -έμενοςΠαθ. παρακ. ἀφεῖμαι, αόρ. αʹ ἀφείθην, Ιων. ἀπείθην, μέλ. ἀφεθήσομαι· [ῐ Επικ., εκτός από τους χρόνους με αύξηση σε Αττ.].
Α. I. 1.
ρίχνω εμπρός, στέλνω, Λατ. emitere, λέγεται για βλήματα, σε Όμηρ. κ.λπ.· απ' όπου, αφήνω να χαλαρώσει, βγάζω (φωνή), δίνω ελευθερία στη γλώσσα, σε Ηρόδ., Τραγ. 2. αφήνω να πέσει, σε Ομήρ. Ιλ. 3. στέλνω προς τα μπρος στρατιωτική αποστολή, την αποστέλλω, σε Ηρόδ.Παθ., λέγεται για στρατεύματα, αποστέλλομαι, στον ίδ. 4. παραδίδω ή παραχωρώ σε, τινί τι, στον ίδ., Αττ.Παθ., ἡ Ἀττικὴ ἀπεῖτο ἤδη, σε Ηρόδ. II. 1. αποπέμπω, αφήνω να φύγει, αφήνω ελεύθερο, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· με αιτ. προσ. και γεν. προσ., απελευθερώνω κάποιον από ένα πράγμα, απαλλάσσω από αυτό, σε Ηρόδ.· με δικανική σημασία, απαλλάσσω από υποχρέωση, κατηγορία κ.λπ.· ἀφίημί τινα φόνου, σε Δημ. 2. διαλύω, απολύω, καταλύω τον στρατό, σε Ηρόδ.· διαλύω τη βουλή ή τα δικαστήρια, σε Αριστοφ. 3. θέτω μακριά, χωρίζω, σε Ηρόδ. 4. αφήνω κάποιον ελεύθερο ως ἄφετον, καθαγιάζω, σε Ξεν. 5. λέγεται για πράγματα, απαλλάσσομαι από, δίψαν, σε Ομήρ. Ιλ.· ρίχνει τα άνθη του, λέγεται για φυτά, σε Ομήρ. Οδ.· μειώνει τη δύναμή του, λέγεται για το βέλος, σε Ομήρ. Ιλ. 6. ἀφίημι πλοῖον ἐς..., χαλαρώνω τα σκοινιά του πλοίου για να φύγει προς ένα μέρος, σε Ηρόδ. 7. με δικανική σημασία, με δοτ. προσ. και αιτ. πράγμ., ἀφίημι τινὶ αἰτίην, αθωώνω από κατηγορίες ή απαλλάσσω από ποινή, σε Ηρόδ., Δημ. III. 1. αφήνω μόνο του, παραμελώ, αφήνω να παρέλθει, αμελώ, σε Ηρόδ., Αττ.· ακολουθ. από κατηγορούμενο, ἀφύλακτον ἀφίημι, αφήνω αφύλακτο. 2. με αιτ. και απαρ., ἀφίημί τι δημόσιον εἶναι, παραχωρώ κάτι έτσι ώστε να γίνει δημόσια περιουσία, σε Θουκ.· ἀφίημι τὸ πλοῖον φέρεσθαι, αφήνω το πλοίο να παρασυρθεί, σε Ηρόδ. 3. με αιτ. προσ. και απαρ., αφήνω, ανέχομαι, επιτρέπω σε κάποιον να κάνει ένα πράγμα, στον ίδ., Πλάτ. κ.λπ. IV.φαινομενικά, αμτβ. (ενν. στρατόν, ναῦς κ.λπ.), διαλύω, αναγκάζω να προχωρήσει, εκπλέω κ.λπ., σε Ηρόδ. Β. Μέσ., 1. αφήνω κάτι από εμένα, στέλνω προς τα εμπρός, σε Αττ. 2. δειρῆς ἀφίετο πήχεε, άφησε τα χέρια της από το λαιμό μου. 3. με γεν. μόνο, τέκνων ἀφοῦ, άφησε τα παιδιά, σε Σοφ., Θουκ.