Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ακροβολος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀκρό-βολος, -ον (βάλλω), Παθ., αυτός που έχει πληγεί, χτυπηθεί από μακριά, σε Αισχύλ. II. Ενεργ., ἀκροβόλος, (παροξ.) , τοξότης, ακοντιστής.