Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "άπιστία"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀπιστία, Ιων. -ίη, (ἀπιστέωI. 1. έλλειψη πίστης ή εμπιστοσύνης, η δυσπιστία, αμφιβολία, υπόνοια, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.· ὑπὸ ἀπιστίης μὴ γενέσθαι τι, λόγω της δυσπιστίας για το ότι είχε συμβεί κάτι, σε Ηρόδ.· ἀπιστίαν ἔχειν περί τινος, αμφιβάλλω, σε Πλάτ. 2. λέγεται για πράγματα, ἐς ἀπιστίην ἀπῖκται, έχω γίνει αντικείμενο δυσπιστίας, είμαι αναξιόπιστος, σε Ηρόδ.· πολλὰς ἀπιστίας ἔχει, επιδέχεται πολλές αμφιβολίες, σε Πλάτ.· εἰς ἀπιστίαν καταπίπτειν, στον ίδ. II. έλλειψη πίστης, απιστία, σε Σοφ.· δόλος, προδοσία, σε Ξεν.