Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Φοινίκη"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
Φοινίκη[ῑ], , I. η χώρα των Φοινίκων, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· πρβλ. Φοῖνιξ. II. αποικία στην Καρχηδόνα, σε Ευρ.
φοινῑκήϊος, , -ον, Ιων. αντί φοινίκειος· I. αυτός που προέρχεται από Φοίνικα, ἐσθὴς φοινικηΐη, ένδυμα από φύλλου φοίνικα, σε Ηρόδ.· φοινικήϊος οἶνος, κρασί από χουρμάδες (φοίνικες), στον ίδ. II. φοινικικός, σε Ηρόδ.· Φοινικήϊα γράμματα, λέγεται για το αρχαίο Ιωνικό αλφάβητο, σε ίδ.