Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Φάρος"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
φᾶρος, έπειτα επίσης φάρος [ᾰ], -εος, τό, Επικ. δοτ. πληθ. φᾰρέεσσι· (φέρωI. μεγάλο κομμάτι από ύφασμα ή πανί, σε Όμηρ., Ευρ. II. όπως το χλαῖνα, περιβολή ή μανδύας, που φορούσαν πάνω από τον χιτῶνα, σε Όμηρ. κ.λπ.· χρησιμοποιήθηκε ως σάβανο ή πέπλο, στον ίδ., Σοφ.· επίσης ως κουβέρτα, σε Σοφ.
Φάρος[ᾰ], -ου, , νησί στον κόλπο της Αλεξάνδρειας, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. κ.λπ.· περίφημο για το φάρο του, σε Στράβ.· έπειτα ως προσηγορ. φάρος, , φάρος, σε Ανθ.