LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Τυφῶν"
- Τῡφῶν, -ῶνος, ὁ, Επικ. Τῠφάων, -ονος, γιος του Τυφωέα και πατέρας των ανέμων, σε Ησίοδ.
- Τῡφωνικός, -ή, -όν, θυελλώδης, σε Κ.Δ.
- τῡφωνο-ειδῶς (Τυφῶν), επίρρ., κατά τρόπο όμοιο με τον ανεμοστρόβιλο, σε Στράβ.