Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Τυφωεύς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
Τῠφωεύς, -έως, Επικ. Τυφωέος, · συνηρ. Τῡφώς, γεν. Τυφῶ, αιτ. Τυφῶ·, κάποιος γίγαντας τον οποίο έθαψε ο Δίας στην Κιλικία, σε Ομήρ. Ιλ., Πίνδ.