LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Τάρταρος"
- Τάρτᾰρος, ὁ και ἡ· ετερογεν. πληθ. Τάρταρα, τά, ο Τάρταρος, σκοτεινή άβυσσος, τόσο βαθιά στον Άδη όσο η γη απέχει από τον ουρανό, η φυλακή των Τιτάνων, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· έπειτα, αποκαλούνταν ο Κάτω Κόσμος, όπως Ἅιδης, σε Ησίοδ., Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.).