LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Σωκράτης"
- Σω-κράτης[ᾰ], ὁ (σῶς, κράτος), ο Αθηναίος φιλόσοφος Σωκράτης· γεν. Σωκράτους, αιτ. Σωκράτην, σε Ξεν.· επίσης όμως (όπως αν επρόκειτο για ουσ. γʹ κλίσης) Σωκράτη, σε Αριστοφ., Πλάτ.