Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Στύξ"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
Στύξ, , γεν. Στῠγός (στυγέω), Στύγα, δηλ. Μισητή, ποταμός του Κάτω Κόσμου, στον οποίο οι θεοί στον Όμηρο έδιναν τους ιερότερους όρκους τους, σε Ομήρ. Ιλ.
στύξαιμι, ευκτ. αορ. αʹ του στῠγέω.