LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Σμυρναῖος"
- Σμυρναῖος, -α, -ον, αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από τη Σμύρνη, σε Πίνδ.
- σμυρναῖος, -α, -ον (σμύρνα), προερχόμενος από μύρο, σμύρνα, σε Ανθ.