Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Σάββατον"

Βρέθηκε 1 λήμμα
Σάββᾰτον, τό, 1. Εβρ. Sabbath, δηλ. Ανάπαυση, σε Κ.Δ.· επίσης στον πληθ. λέγεται για τη συγκεκριμένη, την έβδομη ημέρα της εβραϊκής εβδομάδας· υπάρχει ετερόκλ. δοτ. πληθ. σάββασι (όπως αν προερχόταν από τύπο σάββας), στο ίδ. 2. περίοδος επτά ημερών, επταήμερο, δηλ. μία εβδομάδα· μία τῶν σαββάτων, η πρώτη ημέρα της εβδομάδας, στο ίδ.