LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Πλάταια"
- Πλάταια, ἡ, και στον πληθ. Πλαταιαί, -ῶν, αἱ, Πλάταια ή Πλαταιές, πόλη στη Βοιωτία, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίρρ. Πλαταιᾶσι και πριν από φωνήεν -σιν, στις Πλατιαές, σε Θουκ.· Πλαταιεῖς, -έων, οἱ, Ιων. -έες, Αττ. Πλαταιῆς, αιτ. -ᾶς, οι Πλαταιείς, σε Ηρόδ. κ.λπ.· επίθ. Πλαταιικός, -ή, -όν, αυτός που ανήκει στους Πλαταιείς, στον ίδ.· τὰΠλαταιικά, τα γεγονότα που συμβαίνουν τις Πλαταιές, στον ίδ.· θηλ. ἡ Πλαταιὶς γῆ, χώρα, στον ίδ.