LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Περσεύς"
- Περσεύς, γεν. -έως, Ιων. -έος, Επικ. -ῆος, ὁ, ο Περσέας, γιος του Δία και της Δανάης, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· επίθ. Περσεῖος, -α, -ον, σε Ευρ.· Επικ. Περσήϊος, σε Θεόκρ.· πατρωνυμ. Περσείδης, -ου, ὁ, Επικ. -ηϊάδης, σε Ομήρ. Ιλ.