Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Περσίς"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
πέρσις, (πέρθω), εκπόρθηση, άλωση, πέρσις Ἰλίου, ποίημα του Αρκτίνου, σε Αριστ.
Περσίς, -ίδος, θηλ. του Περσικός· I. Περσικός, σε Αισχύλ. κ.λπ. II. ως ουσ., 1. (ενν. γῆ), η Περσία, το σημερινό Ιράν. 2. (ενν. γυνή), η γυναίκα από την Περσία, σε Ξεν. 3. (ενν. χλαῖνα), ο περσικός μανδύας, σε Αριστοφ.
Περσιστί[ῐ], επίρρ., (περσίζω), στην περσική γλώσσα, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.