LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Πελασγός"
- Πελασγός, ὁ, Πελασγός, σε Ομήρ. Ιλ.· οι Πελασγοί εμφανίζονται ως σύμμαχοι των Τρώων· στην Ομήρ. Οδ. ακούμε γι' αυτούς στην Κρήτη· αλλά στην Ομήρ. Ιλ., ο Αχιλλέας προσεύχεται στο Δωδωναίο Δία ως Πελασγό· Τὸ Πελασγικὸν Ἄργος, ήταν το Θεσσαλικό Άργος, η αρχική έδρα των Ελλήνων· ο Ηρόδ. τους αντιπαραθέτει με τους Έλληνες· αλλά ο όρος Πελασγοί χρησιμοποιείται για τους Έλληνες στον Ευρ., όπως και στον Βιργ. Απ' όπου, επίθ. Πελασγικός, -ή, -όν, θεσσαλικός, έπειτα αντί του αργείτικος, σε Ευρ.· ομοίως, Πελάσγιος, -α, -ον, σε Αισχύλ., Ευρ.· Πελασγιῶται, οἱ, Πελασγιώτες (στη Θεσσαλία), σε Στράβ.· θηλ. επίθ. Πελασγίς, -ίδος, σε Ηρόδ. (αμφίβ. προέλ.).