LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Παρνασός"
- Παρνᾱσός, Ιων. Παρνησός, ὁ, ο Παρνασσός, βουνό της Φωκίδας, σε Ομήρ. Οδ.· επίθ. Παρνάσιος, -α, -ον και -ος, -ον, Παρνασσικός, σε Πίνδ.· θηλ. Παρνᾱσιάς, -άδος, Ιων. Παρνησιάς, σε Ευρ.· επίσης, Παρνησίς, -ίδος, σε Αισχύλ.