Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Παιάν"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
Παιάν, -ᾶνος, , Επικ. Παιήων, -ονος, Αττ. Παιών, -ῶνος· I. 1. ο Παιάνας ή Παιών, ο γιατρός των θεών, σε Ομήρ. Ιλ.· Παιήονος γενέθλη, οι γιοι του Παιάνα, δηλ. οι γιατροί, σε Ομήρ. Οδ. 2. μετά τον Όμηρο το όνομα και η ιδιότητα μεταφέρθηκαν στον Απόλλωνα, τον οποίον επικαλούνταν με την κραυγή ἰήιε Παιάν, σε Αισχύλ., Σοφ.· ἰὼ Παιάν, σε Σοφ. 3. ως προσηγορικό, γιατρός, θεραπευτής, σε Αισχύλ., Σοφ.· έπειτα, λυτρωτής, σωτήρας, σε Ευρ. II. 1.παιάν, Επικ. παιήων, παιάνας, δηλ. χορικό άσμα, ύμνος ή ψαλμός, απευθυνόμενος στον Απόλλωνα, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ., Σοφ. 2. άσμα θριάμβου μετά τη νίκη, κυρίως προς τον Απόλλωνα, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· επίσης, εμβατήριο, σε Αισχύλ., Ξεν.· η φράση ήταν, ἐξάρχειν τὸν παιᾶνα, σε Ξεν.· παιᾶνα ἐξάρχεσθαι, ποιεῖσθαι, στον ίδ. 3. οποιοδήποτε επίσημο άσμα ή μέλος, ιδίως στην αρχή ενός εγχειρήματος ως προοιωνός επιτυχίας, σε Θουκ.· άσμα που τραγουδιέται στα συμπόσια, σε Ξεν. 4. ο Αισχύλ. σε σχήμα οξύμωρο, συνδέει παιὰν Ἐρινύων, παιὰν τοῦ θανόντος· ομοίως, παιὰν στυγνός, λέγεται για θρηνητικό άσμα, σε Ευρ. III. Κρητῶν παιήονες, αυτοί που τραγουδούν τον παιάνα, σε Ομηρ. Ύμν. IV. στην προσωδία, παιών, πόδας που αποτελείται από τρεις βραχείες και μια μακρά συλλαβή, ¯˘˘˘, ˘¯˘˘, ˘˘¯˘, ˘˘˘¯ σε Αριστ.
παιᾱνίζω, μέλ. -σω, = παιωνίζω, σε Αισχύλ.
παιᾱνισμός, , = παιωνισμός, σε Στράβ.