LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Πάτροκλος"
- Πάτροκλος, ὁ, ο Πάτροκλος, φίλος του Αχιλλέα, οι πλάγιες πτώσεις όπως αν προερχόταν από *Πατροκλεύς, γεν. Πατροκλῆος, αιτ. Πατροκλῆα, κλητ. Πατρόκλεις, σε Ομήρ. Ιλ.· ονομ. πληθ. Πάτροκλοι, σε Αριστοφ.· ονομ. Πατροκλῆς, σε Θεόκρ.