LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Νάξος"
- Νάξος, ἡ, η Νάξος, ένα από τα νησιά των Κυκλάδων, σε Ομηρ. Ύμν.· επίθ. Νάξιος, -α, -ον, αυτός που προέρχεται ή αναφέρεται στη Νάξο· οἱΝάξιοι, οι Ναξιώτες, οι κάτοικοι της Νάξου ή οι καταγόμενοι απ' αυτήν, σε Ηρόδ.· Ναξία ἀκόνα, ακονόπετρα, ακόνι από τη Νάξο, Λατ. cos Naxia, σε Πίνδ.