Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Μοῦσα"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
Μοῦσα, -ης, , Αιολ. Μοῖσα, Δωρ. Μῶσα (*μάω), I. Μούσα, στον πληθ. οι Μούσες, θεές του τραγουδιού, της μουσικής, της ποίησης, του χορού, της δραματικής ποίησης, και όλων των καλών τεχνών· τα ονόματα των εννέα Μουσών ήταν Κλειώ, Ευτέρπη, Θάλεια, Μελπομένη, Τερψιχόρη, Ερατώ, Πολύμνια ή Πολυύμνια, Ουρανία και Καλλιόπη, σε Ησίοδ. II. μοῦσα, ως προσηγορικό, μουσική, τραγούδι, σε Πίνδ., Τραγ.· επίσης, ευγλωττία, σε Ευρ.· στον πληθ., τέχνες, μάθηση, γνώσεις, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Μουσ-ᾱγέτης, -ου, , Δωρ. αντί Μουσ-ηγέτης, ο αρχηγός των Μουσών, Λατ. Μusagetes, λέγεται για τον Απόλλωνα, σε Πλάτ.