Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Μορμώ"

Βρέθηκε 1 λήμμα
Μορμώ και Μορμών, -όνος, , I. τρομακτικό θηλ. τέρας, που το αποκαλούνταν οι τροφοί για να τρομάξουν τα παιδιά, σε Λουκ.· γενικά, φόβητρο, σε Αριστοφ., Ξεν. II. ως επιφών. για να τρομάξει τα παιδιά, μπου! μορμώ, δάκνει ἵππος, σε Θεόκρ.· μορμὼ τοῦ θράσους, βρε θράσος που τό 'χει!, σε Αριστοφ.