Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "Μεγαρίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
Μεγᾰρίζω, μέλ. -ιῶ, παίρνω το μέρος των Μεγαρέων ή μιλώ τη διάλεκτό τους, σε Αριστοφ.