LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Λύδιος"
- Λύδιος[ῡ], -α, -ον και Λύδιος, -ον, αυτός που προέρχεται από τη Λυδία, Λυδικός, σε Πίνδ., κ.λπ.· Λυδία λίθος, ἡ, είδος πυρόλιθου που χρησιμοποιούνταν στην εξέταση του χρυσού, σε Σοφ.· επίσης, Λυδία πέτρα, σε Θεόκρ.