LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "Λυκαῖος"
- Λῠκαῖος, -α, -ον, I. Αρκαδικός, επίθ. του Δία, σε Ηρόδ., Πίνδ., κ.λπ. II. 1. Λύκαιον, τό, ο ναός του Δία, σε Πλούτ.· ομοίως, Λύκαιον σήκωμα, σε Ευρ. 2. το όρος Λύκαιο στην Αρκαδία, σε Θεόκρ. III.Λύκαια (ενν. ἱερά), τά, η εορτή του Λυκαίου Δία, σε Ξεν.· επίσης, = Ρωμ. Lupercalia, σε Πλούτ.